αναθεματίζω

αναθεματίζω
-τισα, -ίστηκα, -ισμένος
1. (εκκλησ.), αφορίζω κάποιον: Μερικές θρησκευτικές οργανώσεις ζητούσαν από την εκκλησία να αναθεματιστούν ορισμένοι συγγραφείς.
2. καταριέμαι: Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε με τέτοιους συνεταίρους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναθεματίζω — devote to evil pres subj act 1st sg ἀναθεματίζω devote to evil pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθεματίζω — αναθεματίζω, αναθεμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… …   Dictionary of Greek

  • ἀναθεματίσατε — ἀναθεματίζω devote to evil aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναθεματίσατε , ἀναθεματίζω devote to evil aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναθεματίζω devote to evil aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματίσει — ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd sg (epic) ἀναθεματίζω devote to evil fut ind mid 2nd sg ἀναθεματίζω devote to evil fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματίσουσι — ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd pl (epic) ἀναθεματίζω devote to evil fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναθεματίζω devote to evil fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματίσουσιν — ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd pl (epic) ἀναθεματίζω devote to evil fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναθεματίζω devote to evil fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματίσῃ — ἀναθεματίζω devote to evil aor subj mid 2nd sg ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd sg ἀναθεματίζω devote to evil fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματιζομένων — ἀναθεματίζω devote to evil pres part mp fem gen pl ἀναθεματίζω devote to evil pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεματιζόμενον — ἀναθεματίζω devote to evil pres part mp masc acc sg ἀναθεματίζω devote to evil pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”